ἐναλίσκομαι

ἐναλίσκομαι
ἐνᾰλίσκομαι,
A to be convicted in,

ᾠκοδόμηται τὰ δικαστήρια τοῖς πονηροῖς -ίσκεσθαι Lib.Decl.16.28

; ἐναλόντα· συλληφθέντα, κρατηθέντα, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εναλίσκομαι — ἐναλίσκομαι (Α) καταδικάζομαι, φυλακίζομαι εξαιτίας ποινής …   Dictionary of Greek

  • αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”